- χολαιμία
- η мед. желтушность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χολαιμία — η, Ν ιατρ. αυξημένη παρουσία συστατικών τής χολής στον ορό τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholemia (< χολή + αίμα)] … Dictionary of Greek
χολαιμικός — ή, ό, Ν 1. ο σχετικός με τη χολαιμία 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χολαιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολαιμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek